κατατοκίζω

κατατοκίζω
κατατοκίζω,
A beggar by usurious interest, τινας Anon.Vit.Thuc.:— [voice] Pass., to be thus beggared, Arist.Pol.1316b16.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατατοκίζω — (Α) (επιτ. τ. τού τοκίζω) 1. κάνω κάποιον φτωχό παίρνοντας μεγάλο τόκο για τα χρήματα που τού δάνεισα 2. παθ. κατατοκίζομαι εξαντλούμαι οικονομικώς, γίνομαι φτωχός πληρώνοντας μεγάλους τόκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τοκίζω «δανείζω με τόκο»] …   Dictionary of Greek

  • κατατοκιζόμενοι — κατατοκίζω beggar by usurious interest pres part mp masc nom/voc pl κατατοκίζω beggar by usurious interest pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”